- σμαραγδώδης
- σμᾰραγδώδης, ες,A like smaragdus, Sch.Nic. Th.444.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμαραγδώδης — like smaragdus masc/fem acc pl (attic epic doric) σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδώδης — ῶδες, Α [σμάραγδος] αυτός που μοιάζει με σμάραγδο, σμαραγδοειδής … Dictionary of Greek
σμαραγδῶδες — σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem voc sg σμαραγδώδης like smaragdus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek